25.11.11

Σ' αγαπώ από εδώ ως τον... ουρανό!


- Μ’ αγαπάς; Ρώτησα τον τρίχρονο, και… κάτι μήνεςπερισσότερο, γιο μου.
- Ναι! Μου απάντησε μεμιάς.
- Πόσο; Τον ξαναρώτησα.
-Τόοοοοσο… μου είπε, ανοίγοντας τα δυο χεράκια του όσο περισσότερο μπορούσε!
-Εσύ μπαμπά μ’ αγαπάς; Ήταν η σειρά του να με ρωτήσει!
-Πολύ αγάπη μου, του είπα!
-Πόσο; Με ρώτησε πάλι.
-Από εδώ μέχρι τον ουρανό, του είπα με έμφαση, κοιτάζοντας ψηλά!
-Είναι μακριά ο ουρανός μπαμπά, με ρώτησε με αφέλεια!
-Ναι αγόρι μου, απάντησα
-Εμένα τα χεράκια μου δεν ανοίγουν περισσότερο, όμως μου είπε και φούσκωσε τα χειλάκια του για να μου δείξει την απογοήτευση του που η αγάπη του δεν… φτάνει τη δικιά μου!
-Όταν θα μεγαλώσεις αγόρι μου, θα καταλάβεις ότι η αγάπη δεν είναι ούτε μεγάλη, ούτε μικρή, είναι απλά αγάπη, του είπα αλλά ήμουν σίγουρος ότι δεν θα μπορούσε να καταλάβει!
-Μα είμαι μεγάλος μπαμπά, τι μωρό είμαι! Μου ΄πε με παιδική αφέλεια.
Μια παιδική αφέλεια που στο θέμα της αγάπης δεν πρόκειται ποτέ να ενηλικιωθεί. Γιατί όσο χρονών και να φτάσουμε ποτέ δεν πρόκειται να κατανοήσουμε το μεγαλείο της αγάπης.
«Είναι το μοναδικό αγαθό που όσο περισσότερο το μοιράζεσαι τόσο πιο… πλούσιος γίνεσαι, και όσο το φυλάς τόσο περισσότερο θα… ζητιανεύεις», είχα διαβάσει κάπου.
Σε μια δύσκολη εποχή που ζούμε που χρειάζεται να στερηθούμε πολλά από όλα τα αγαθά, που απολαύσαμε στο παρελθόν, ας φανούμε… σπάταλοι στην αγάπη!
Και ας μην περιμένουμε ανταπόκριση, ας μην τη συγκρίνουμε, ας μην της βάζουμε όρια.
Τα δύο παιδικά χεράκια του γιου μου, περιέχουν ολόκληρο το Σύμπαν και όχι απλά έναν ουρανό!

5.11.11

Το τέλος θα είναι εφιαλτικό έτσι κι αλλιώς...


Χωρίς πλάκα τώρα, βλέποντας από την τηλεόραση την προσπάθειά του από το βήμα της Βουλής, να πείσει το Σώμα και να του δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης, αρχίζω και συμπαθώ τον Γιώργο Παπανδρέου. Έχει απέναντι του όλους. Πολίτες, media, κόμματα, βουλευτές, υπουργούς, άλλους ευρωπαίους, αλλά αυτός εκεί. Παραμένει ζωντανός, πάνω στο τιμόνι ενός μισοβυθισμένου καραβιού που βρίσκεται στο μέσω τρικυμιών και σαν καλός καπετάνιος ετοιμάζεται να πνιγεί στον πάτο της θάλασσας μαζί με το καράβι του. Εκεί αγωνίζεται με τα τεράστια κύματα που τον σπρώχνουν προς τα βράχια και με ανάποδες τιμονιές προσπαθεί να επαναφέρει το πλοίο στην πορεία του, αδιαφορώντας αν αυτό με τόσα νερά που έχει μπάσει είναι αδύνατον να επανέλθει σε ορθή πορεία. Και παρ’ όλο που η μοναδική πορεία είναι προς τον βυθό εκεί αυτός, φωνάζει στους ναύτες του προσπαθώντας να τους εμψυχώσει και αυτοί τον ακούν μαγεμένοι να το πεις, φοβισμένοι θέλεις, και αρνούνται να μπουν στις βάρκες και να διασωθούν ή να βουτήξουν στην άγρια θάλασσα. Ακόμη και τα ναυαγοσωστικά με ελληνικές ή σημαίες Ευρώπης καλούν τον καπετάνιο να αφήσει το τιμόνι, αλλά αυτός εκεί αρνείται με πείσμα. Μόνο κάτι ποντίκια εγκατέλειψαν το πλοίο αφού πρώτα και αυτά ροκάνισαν τα στεγανά του. Μόνο ένα πιάστηκε από το λυμένο κάβο του καραβιού και επέστρεψε πάλι στο κατάστρωμα.
Μετά η φωνή της Τρέμη με ξύπνησε την στιγμή που είχα αποκοιμηθεί βλέποντας την ψηφοφορία για την ψήφο εμπιστοσύνης. Γύρισα πλευρό και αποκοιμήθηκα ξανά.
Ο Γιωργάκης βρίσκεται στο πρεβάζι του τελευταίου ορόφου ενός γιγαντιαίου ουρανοξύστη. Με το ένα χέρι κρατάει μια βόμβα, ενώ με το άλλο κρατάει από τα μαλλιά μια γυναίκα. Γύρω του σε απόσταση ασφαλείας άνθρωποι τον εκλιπαρούν να πετάξει την βόμβα και να αφήσει τη γυναίκα να φύγει. Αυτός όμως αρνείται φωνάζοντας όλοι μαζί θα πεθάνουμε. Στο δρόμο κάτω ήδη οι διασώστες  έχουν απλώσει το δίχτυ ασφαλείας, αλλά δίπλα τους οι… φίλοι του Γιωργάκη τον χλευάζουν και τον κοροϊδεύουν φωνάζοντας του «πεεέσε, πεεέσε»…
Αλλά αυτός εκεί μένει ακίνητος στο χείλος του γκρεμού κρατώντας και την γυναίκα και την βόμβα την οποία την κουνάει μια προς το μέρος των ανθρώπων που είναι δίπλα του και μία προς το μέρος του δρόμου κοιτώντας τους… φίλους τους και χαμογελώντας με νόημα…
Αυτή τη φορά είναι η φωνή του Πρετεντέρη με ξύπνησε από το δεύτερο εφιάλτη μου…
Διότι όπως και να τον δεις τον Γιώργο Παπανδρέου, είτε σαν γενναίο καπετάνιο , είτε σαν αλλόφρων τρομοκράτη, το τέλος θα είναι εφιαλτικό για όσους βλέπουν το όνειρο αυτό…