25.11.11

Σ' αγαπώ από εδώ ως τον... ουρανό!


- Μ’ αγαπάς; Ρώτησα τον τρίχρονο, και… κάτι μήνεςπερισσότερο, γιο μου.
- Ναι! Μου απάντησε μεμιάς.
- Πόσο; Τον ξαναρώτησα.
-Τόοοοοσο… μου είπε, ανοίγοντας τα δυο χεράκια του όσο περισσότερο μπορούσε!
-Εσύ μπαμπά μ’ αγαπάς; Ήταν η σειρά του να με ρωτήσει!
-Πολύ αγάπη μου, του είπα!
-Πόσο; Με ρώτησε πάλι.
-Από εδώ μέχρι τον ουρανό, του είπα με έμφαση, κοιτάζοντας ψηλά!
-Είναι μακριά ο ουρανός μπαμπά, με ρώτησε με αφέλεια!
-Ναι αγόρι μου, απάντησα
-Εμένα τα χεράκια μου δεν ανοίγουν περισσότερο, όμως μου είπε και φούσκωσε τα χειλάκια του για να μου δείξει την απογοήτευση του που η αγάπη του δεν… φτάνει τη δικιά μου!
-Όταν θα μεγαλώσεις αγόρι μου, θα καταλάβεις ότι η αγάπη δεν είναι ούτε μεγάλη, ούτε μικρή, είναι απλά αγάπη, του είπα αλλά ήμουν σίγουρος ότι δεν θα μπορούσε να καταλάβει!
-Μα είμαι μεγάλος μπαμπά, τι μωρό είμαι! Μου ΄πε με παιδική αφέλεια.
Μια παιδική αφέλεια που στο θέμα της αγάπης δεν πρόκειται ποτέ να ενηλικιωθεί. Γιατί όσο χρονών και να φτάσουμε ποτέ δεν πρόκειται να κατανοήσουμε το μεγαλείο της αγάπης.
«Είναι το μοναδικό αγαθό που όσο περισσότερο το μοιράζεσαι τόσο πιο… πλούσιος γίνεσαι, και όσο το φυλάς τόσο περισσότερο θα… ζητιανεύεις», είχα διαβάσει κάπου.
Σε μια δύσκολη εποχή που ζούμε που χρειάζεται να στερηθούμε πολλά από όλα τα αγαθά, που απολαύσαμε στο παρελθόν, ας φανούμε… σπάταλοι στην αγάπη!
Και ας μην περιμένουμε ανταπόκριση, ας μην τη συγκρίνουμε, ας μην της βάζουμε όρια.
Τα δύο παιδικά χεράκια του γιου μου, περιέχουν ολόκληρο το Σύμπαν και όχι απλά έναν ουρανό!

5.11.11

Το τέλος θα είναι εφιαλτικό έτσι κι αλλιώς...


Χωρίς πλάκα τώρα, βλέποντας από την τηλεόραση την προσπάθειά του από το βήμα της Βουλής, να πείσει το Σώμα και να του δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης, αρχίζω και συμπαθώ τον Γιώργο Παπανδρέου. Έχει απέναντι του όλους. Πολίτες, media, κόμματα, βουλευτές, υπουργούς, άλλους ευρωπαίους, αλλά αυτός εκεί. Παραμένει ζωντανός, πάνω στο τιμόνι ενός μισοβυθισμένου καραβιού που βρίσκεται στο μέσω τρικυμιών και σαν καλός καπετάνιος ετοιμάζεται να πνιγεί στον πάτο της θάλασσας μαζί με το καράβι του. Εκεί αγωνίζεται με τα τεράστια κύματα που τον σπρώχνουν προς τα βράχια και με ανάποδες τιμονιές προσπαθεί να επαναφέρει το πλοίο στην πορεία του, αδιαφορώντας αν αυτό με τόσα νερά που έχει μπάσει είναι αδύνατον να επανέλθει σε ορθή πορεία. Και παρ’ όλο που η μοναδική πορεία είναι προς τον βυθό εκεί αυτός, φωνάζει στους ναύτες του προσπαθώντας να τους εμψυχώσει και αυτοί τον ακούν μαγεμένοι να το πεις, φοβισμένοι θέλεις, και αρνούνται να μπουν στις βάρκες και να διασωθούν ή να βουτήξουν στην άγρια θάλασσα. Ακόμη και τα ναυαγοσωστικά με ελληνικές ή σημαίες Ευρώπης καλούν τον καπετάνιο να αφήσει το τιμόνι, αλλά αυτός εκεί αρνείται με πείσμα. Μόνο κάτι ποντίκια εγκατέλειψαν το πλοίο αφού πρώτα και αυτά ροκάνισαν τα στεγανά του. Μόνο ένα πιάστηκε από το λυμένο κάβο του καραβιού και επέστρεψε πάλι στο κατάστρωμα.
Μετά η φωνή της Τρέμη με ξύπνησε την στιγμή που είχα αποκοιμηθεί βλέποντας την ψηφοφορία για την ψήφο εμπιστοσύνης. Γύρισα πλευρό και αποκοιμήθηκα ξανά.
Ο Γιωργάκης βρίσκεται στο πρεβάζι του τελευταίου ορόφου ενός γιγαντιαίου ουρανοξύστη. Με το ένα χέρι κρατάει μια βόμβα, ενώ με το άλλο κρατάει από τα μαλλιά μια γυναίκα. Γύρω του σε απόσταση ασφαλείας άνθρωποι τον εκλιπαρούν να πετάξει την βόμβα και να αφήσει τη γυναίκα να φύγει. Αυτός όμως αρνείται φωνάζοντας όλοι μαζί θα πεθάνουμε. Στο δρόμο κάτω ήδη οι διασώστες  έχουν απλώσει το δίχτυ ασφαλείας, αλλά δίπλα τους οι… φίλοι του Γιωργάκη τον χλευάζουν και τον κοροϊδεύουν φωνάζοντας του «πεεέσε, πεεέσε»…
Αλλά αυτός εκεί μένει ακίνητος στο χείλος του γκρεμού κρατώντας και την γυναίκα και την βόμβα την οποία την κουνάει μια προς το μέρος των ανθρώπων που είναι δίπλα του και μία προς το μέρος του δρόμου κοιτώντας τους… φίλους τους και χαμογελώντας με νόημα…
Αυτή τη φορά είναι η φωνή του Πρετεντέρη με ξύπνησε από το δεύτερο εφιάλτη μου…
Διότι όπως και να τον δεις τον Γιώργο Παπανδρέου, είτε σαν γενναίο καπετάνιο , είτε σαν αλλόφρων τρομοκράτη, το τέλος θα είναι εφιαλτικό για όσους βλέπουν το όνειρο αυτό…     

4.8.11

Οι ήρωες της Πελοποννήσου και ο... εφιάλτης


Με τόση ζέστη που είχαμε τις προηγούμενες μέρες, πήρα και γω τη ψιψίνα μου και τράβηξα προς θάλασσα μεριά (_ΝΙΑΟΥ).
Ενας φίλος μου γάτος αλανιάρης την έχει αράξει χρόνια τώρα στο Αστρος σε μια ψαροταβέρνα και την περνάει χάρμα. Μου είχε πει όποτε το αποφασίσω να κατέβω μια βόλτα και όλα… πληρωμένα από πάρτη του (_ΝΙΑΟΥ).
Ετσι κι έγινε. Βρέθηκα με το φίλο μου ον Τζίμη τον πειρατή, έτσι το λέγανε  τον φίλο μου τον γάτο τον αλανιάρη, γιατί είχε χάσει το ένα του μάτι σε ένα καβγά με κάτι μόρτες γάτους στον Πειραιά. Εμενε στη ταβέρνα του Κίτσου του Τριπολιτσιώτη και εκτός από τους ποντικούς που κυνηγούσε, τον κερνούσε και ο ταβερνιάρης κανά μεζέ καυτό για τα θηράματά του(_ΝΙΑΟΥ)…
Εκεί στην ταβέρνα είχε κατέβει από την Τρίπολη και ο πατέρας του Κίτσου για να περάσει λίγες μέρες παρέα με τα εγγόνια του. Ο κυρ-Νώντας ήταν ένας δίμετρος γνήσιος Μωραΐτης με γκλίτσα και τσιγκελωτά άσπρα μουστάκια…
Καθόταν πάντα σε ένα ακριανό τραπεζάκι, πίνοντας το κρασάκι του, καπνίζοντας και στρίβοντας το μουστάκι του. Του άρεσε να κοιτάζει τη θάλασσα και να πειράζει τις κοπελούδες όπως τις έλεγε(_ΝΙΑΟΥ)…
Η καλύτερη του ήταν το βραδάκι, όταν μαζεύονταν τα εγγόνια του κοντά του και αυτός τους έλεγε ιστορίες… Όχι παραμύθια, ιστορίες πραγματικές με πρόσωπα υπαρκτά. Η καλύτερη ιστορία του ήταν η Άλωση της Τριπολιτσάς.
Όπως έλεγε τι να τα κάνεις τα παραμύθια, τους πρίγκηπες και τους δράκους, όταν έχεις ήρωες  σαν το γέρο του Μωριά…
Ετσι ένα βράδυ έκατσα και γω και η ψιψίνα μου και ακούσαμε τον κυρ-Νώντα να λέει στα εγγόνια του για τον Κολοκοτρώνη και πως έσφαξαν τα παλικάρια του τους Τουρκαλάδες(_ΝΙΑΟΥ).
«Ο γέρος του Μωριά πάνω στο άλογο του έδειξε με το χέρι του το κάστρο της Τριπολιτσάς, και είπε στους συντρόφους του τον Πλαπούτα, τον Μαυρομιχάλη και τον Αναγνωσταρά. Αν καταφέρουμε και μπούμε μέσα στην πόλη και διώξουμε τους Τούρκους, να το θυμάστε σε λίγο καιρό θα πάρουμε όλη την Πελοπόννησο. Η Τριπολιτσά έχει στρατηγική θέση. Εκεί θα χτυπήσουμε. Οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί κοίταξαν ο ένας τον άλλον και ένας – ένας συμφωνούσε με τα λόγια του γέρου του Μοριά.
Για μήνες τα παλικάρια μας είχαν περικυκλώσει την Τριπολιτσά και την πολιορκούσαν. Αλλά οι Τούρκοι που ήταν μέσα στην πόλη αντιστέκονταν με νύχια και με δόντια. Είχαν φτάσει τις 35000 και μάχονταν με λύσσα για να μην μπουν οι Ελληνες μέσα. Το ίδιο όμως και τα παλικάρια μας είχαν αποκλείσει την πόλη και παραφύλαγαν μέρα νύχτα να μην μπει αλλά και να μην βγει κανένας. Έδωσαν μάλιστα και μάχες με τους Τούρκους και ήταν τόση η λαχτάρα για να ελευθερώσουν την πόλη που αν και λιγότεροι βγήκαν νικητές σε όλες… Ακόμη και ο Μουσταφάμπεης ο φοβερός και τρομερός που έφτασε με 3500 γενίτσαρους από τα Γιάννινα και στο διάβα του έκαιγε τα πάντα όταν μπήκε στην Τριπολιτσά χωρίς αντίσταση νόμιζε ότι οι Ελληνες τον φοβήθηκαν και διαλύθηκαν. Που να ξερε όμως ότι ακόμη και αυτό ήταν σχέδιο του Κολοκοτρώνη που τους ήθελε όλους μαζί πίσω από τα τείχη της πόλης, γιατί ήξερε ότι όσο πιο πολλοί τόσο πιο γρήγορα θα τελείωναν η τροφή και το νερό. Μόλις μάζεψε όλους τους Τούρκους μέσα, λοιπόν έβαλε τους άνδρες του να σκάψουν μια τάφρο γύρω - γύρω από την πόλη, δυσκολεύοντας έτσι ακόμη περισσότερο τους Τούρκους να βγουν για να βρουν προμήθειες. Όταν άρχισε τους Τούρκους να τους θερίζει η πείνα και δίψα κατάλαβε ο Μουσταφάμπεης ότι είχε πέσει σαν τον ποντικό στη φάκα. Ακόμη κι όταν τόλμησε να αιφνιδιάσει τους Ελληνες με το ιππικό τους δεν τα κατάφερε και έπαθε μεγάλη πανωλεθρία. Όταν είδαν λοιπόν οι Μπέηδες και οι αγάδες πως δεν τη γλιτώνουν άρχισαν να σκέφτονται την παράδοση.
Αλλά ένα παλικάρι από την Κυνουρία κατάφερε και τρύπωσε μέσα στο κάστρο άνοιξε την πόρτα και μπήκαν οι Ελληνες μέσα και έσφαξαν ο΄λους τους Τούρκους. Ετσι οι γενναίοι ήρωες μας ελευθέρωσαν την Πελοπόννησο και είμαστε όλοι εμείς τώρα ελεύθεροι». Κάπως έτσι τελείωσε την ιστορία του ο κυρ-Νώντας και τα εγγόνια του πετάχτηκαν όρθια και άρχισαν να φωνάζουν «Μπράβοοο», «Ζήτωωω»…
Μαζί και η ψιψίνα μου είχε εντυπωσιαστεί από την εξιστόρηση του κυρ-Νώντα που σηκώθηκε όρθια και άρχισε να μου τρίβεται με σηκωμένη την ουρά(_ΝΙΑΟΥ).
Κάπου εκεί ακούστηκε και η φωνή του γιου του κυρ – Νώντα, «Πατέρα αύριο πες τους και για τον άλλο τον εθνοσωτήρα, τον ήρωα που γλίτωσε την Πελοπόννησο από τα νύχια των βαρβάρων» (_ΝΙΑΟΥ).
Κάπου εκεί όλοι πανηγυρισμοί σταμάτησαν και περίμεναν την απάντηση του κυρ-Νώντα. «Ποιον μωρέ λες, και δεν καταλαβαίνω», αποκρίθηκε ο γερό – Νώντας. «Τον Γιωργάκη Παπανδρέου, εννοώ ρε πατέρα» είπε με νόημα ο Κίτσος για να πάρει άμεσα την απάντηση του πατέρα του: «Γιε μου αυτός δεν είναι ήρωας, ο Εφιάλτης μεταμορφωμένος είναι» (_ΝΙΑΟΥ)!
Τι το θελε να το πει αυτό ο κυρ – Νώντας, μόλις άκουσε για εφιάλτη η ψιψίνα μου έφυγε έντρομη και χάθηκε στο σκοτάδι, καθώς όπως είναι γάτα Περσίας φοβήθηκε μην  σκάσει μύτη ο Λεωνίδας με τους 300… Που να ξερε όμως η κακομοίρα πως στην Ελλάδα μόνο εφιάλτες έχουν απομείνει (_ΝΙΑΟΥ).

23.7.11

Ο υδροσυλλέκτης του παπα-Κωνσταντίνου ολυμπιακών προδιαγραφών


 

Μετά την τελευταία μου επίσκεψη στον Αγιο Θεράποντα, όπου άκουσα τις συνομιλία του παπα-Κωνσταντίνου, του ψάλτη και του καντηλανάφτη περί χαρτζιλικιών από τον έρανο και τέτοια, η αλήθεια είναι πως κάτι ράγισε τη γατίσια καρδούλα μου (ΝΙΑΟΥ). Είναι αλήθεια πως δεν είχα τη διάθεση να εκκλησιαστώ και πάλι. Πριν κανά δίμηνο όμως άκουσα πως οι πιστοί πήραν είδηση τις βρομοδουλειές του παπα-Κωνσταντίνου και η Αρχιεπισκοπή τον απομάκρυνε πριν ένα χρόνο. Στη θέση του έβαλε έναν άλλον μεγαλοπαπά, μου είπε η φίλη μου η ψιψίνα Τζέιν της κόρης της κυράς Θέκλας που το σπίτι της είναι δίπλα από το Ναό. «Τι σημαίνει μεγαλοπαπάς;», ρώτησα την ψιψίνα, και αυτή μου απάντησε, «Να ο παπα-Ευάγγελος πήγαινε για μεγάλα πράγματα, για μητροπολίτης και βάλε… αλλά τον έφαγαν οι κλίκες και ξέμεινε απλός παπάς». Από τότε όπως μου είπε η καλή μου η ψιψίνα (ΝΙΑΟΥ), τον έχουν του κλώτσου και του μπα΄τσου και τον στέλνουν από δω και από κει, δήθεν και καλά για να… σβήνει φωτιές!!!
Απορείτε τι έγινε με τον παπα-Κωνσταντίνο. Ε! ακούστε… Όπως έμαθα από τη ξαδέρφη μου τη Μαρούλα που μένει στο Πόρτο Ράφτη, τον μετέθεσαν στον Αγιο Παντελεήμων στη Βραυρώνα. Όχι για πολύ όμως…
Η πρώτη λειτουργία του παπα-Κωνσταντίνου στον Άγιο Παντελέημων ήταν μια κηδεία μια γριούλας. Όπως μου είπε η καλή μου η ξαδέλφη, η γριούλα είχε ένα καλύβι στο δάσος και μια ήμερα έβαλε ένα κατσαρόλι με γάλα πάνω στη φωτιά. Όταν η γριούλα βγήκε έξω πήγε ένας γάτος αλανιάρης να το πιει, αλλά δεν πρόσεξε και πήρε φωτιά η ουρά του και φεύγοντας μέσα στο δάσος τρομοκρατημένος έβαλε άθελά του φωτιά. Από τη φωτιά κάηκε το δάσος, η γριά που έτρεχε πίσω από το γάτο για να του σβήσει την ουρά και ο γάτος βέβαια. Η γριούλα είχε μια ανιψιά που κληρονόμησε το καμένο καλύβι, το οποίο όταν το ξαναέφτιαξε μόνο καλύβι δεν έμοιαζε! Σε βίλα με μεγάλους κήπους και πισίνα έφερνε. Όταν λοιπόν πήγαν οι άνθρωποι της δασικής υπηρεσίας για να το ελέγξει μόλις αντίκρισαν… το θέαμα πάγωσαν. Διεμήνυσαν λοιπόν στην ανιψιά της γριούλας ότι αν δεν το γκρεμίσει θα καταλήξει στη φυλακή. Αυτή πάνω στην τρομάρα της πήγε και δώρισε τη βίλα στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμων.
Ποιος έκανε κουμάντο όμως στον Αγιο Παντελέημων. Ο παπα-Κωνσταντίιιινοοος! Δεν ξέρω λοιπόν πως τα κατάφερε και η βίλα πέρασε στη ιδιοκτησία του! Και κανείς δεν θα τον έπαιρνε χαμπάρι αν δεν έβαζε πωλητήριο στη βίλα για να την ξεφορτωθεί μετά… του αντιτίμου βέβαια! Ετσι η Αρχιεπισκοπή τον πήρε από τη Βραυρώνα και τον μετέθεσε εκ νέου πιο μακριά τώρα στην Σέριφο σε μια Μονή.
Ε! τα τελευταία νέα που έμαθα από το φίλο μου τον Λούλη που είχε πάει στην Σέριφο για διακοπές, δεν ήταν καλά για τον παπα-Κωνσταντίνο…
Ο αθεόφοβος με τα χαρτζιλίκια από τις προηγούμενες εκκλησίες πήγε και έφτιαξε πισίνα που λέτε… Μέσα στη Μονή και μετά την κυριακάτικη λειτουργία μάζευε εκεί ψάλτες, καντηλανάφτες και μπανιαρίζονταν παρέα με κάτι ρωσίδες καλόγριες δήθεν που πήγαιναν για προσκύνημα…
Και πως νομίζετε ότι δικαιολόγησε στο ιερατικό κλιμάκιο την πισίνα. Ότι και καλά είναι υδροσυλλέκτης γιατί το νησί δεν έχει δίκτυο ύδρευσης…
Αυτά λοιπόν για τον παπα-Κωνσταντίνο και επειδή μυρίζομαι ότι η Αρχιεπισκοπή πάλι θα τον μεταθέσει, ετοιμαστείτε για νέες περιπέτειες του αγαπημένου μας ιερωμένου! 

O Παπουτσωμένος Γάτος και ο ανίκανος βασιλιάς!



Δύσκολες μέρες για γάτες. Αυτή η κρίση μας έχει ρημάξει τους σκουπιδοτενεκέδες. Πλέον βρίσκουμε μόνο ζαρζαβατικά και κανά κομματάκι φέτα από τη χωριάτικη. Πάνε τα μισοφαγωμένα σουβλάκια, οι πίτσες και τα ψαροκόκκαλα _ΝΙΑΟΥ_ Αλλά δε φτάνει η πείνα, έχουμε κι αυτή τη ζέστη που μας έκαψε τις τελευταίες μέρες. Ψάχνουμε κανά σκιερό μέρος να βρούμε να αράξουμε γιατί για αιρκοντίσιον ούτε λόγος να γίνεται(ΝΙΑΟΥ). Και μετά από όλα αυτά είχα και την αδερφή μου προχθές που μου φόρτωσε τα γατιά της γιατί αυτή ήθελε να πάει στη συναυλία του Χατζηγιάννη λέει (ΝΙΑΟΥ).
Τι να κάνω και γω ο κακόμοιρος ο γάτος πέρασα το βράδυ μου κάνοντας babysitting.
«Λοιπόν μικρά μου γατάκια θα σας πω μια ιστορία για τον προ προ προ πάππου σας που ήταν μεγάλος και τρανός στην εποχή του», άρχισα να λέω στα ανιψάκια μου.
«Ποιος ήταν, ποιος ήταν θειούλη», με ρώτησαν με ανυπομονησία τα μικρά μου!
«Τον φώναζαν ο Παπουτσωμένος Γάτος…» τους είπα, αλλά πριν τελειώσω τη φράση μου τα γατάκια με διέκοψαν απογοητευμένα «Αααα, το ξέεερουμεεε».
Χαμογέλασα και γω τι να κάνω, και τους είπα. «Δεν πρόκειται για αυτόν που ξέρετε εσείς, είναι ένας άλλος που δεν ήταν γάτος μυλωνά, αλλά γάτος βασιλιά» και αμέσως τα ματάκια των μικρών έλαμψαν και στρώθηκαν στο δροσερό πάτωμα για ν’ ακούσουν…(ΝΙΑΟΥ)
«Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που κυβερνούσε μια χώρα, που την κυβερνούσε και πριν ο πατέρας του. Τον τελευταίο καιρό είχε αρρωστήσει πάρα πολύ και οι γιατροί έλεγαν πως γρήγορα θα πεθάνει. Έτσι ο βασιλιάς κάλεσε τον πρωτότοκο γιο του και του είπε. Γιε μου, ήρθε η ώρα να αναλάβεις τις ευθύνες σου και να οδηγήσεις εσύ αυτή τη χώρα στο μέλλον. Μετά από λίγες μέρες ο βασιλιάς πέθανε και οι τύχες της χώρας πέρασαν στο πρωτότοκο γιο. Μαζί με όλα τα υπάρχοντα ο πατέρας του τού άφησε και έναν γάτο, που τον είχε βρει πριν από πολλά χρόνια μικρό γατάκι τότε, που έτρεχε να κρυφθεί καθώς κάτι συμμορίτες που λεηλατούσαν το χωριό που έμενε, είχαν μπει στο σπίτι που έμενε και σκότωναν όποιον ήταν μέσα…
Ο γιος λοιπόν βρέθηκε ξαφνικά να είναι βασιλιάς μιας χώρας και αφεντικό ενός γάτου. Όμως δεν είχε καθόλου όρεξη για να κυβερνήσει. Του άρεσε να τρέχει, να κάνει ποδήλατο και να χορεύει και όταν έβρισκε καιρό έπαιρνε και καμιά απόφαση για το βασίλειο του. Έτσι η χώρα άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα και ο λαός διαμαρτυρόταν για την ανικανότητα του νέου τους βασιλιά.
Αυτός όμως δεν έπαιρνε χαμπάρι και έπαιζε με τον γάτο του που τον έντυνε στρατηγό και πολεμούσαν φανταστικούς εχθρούς.
Όταν η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο ο λαός ξεσηκώθηκε και βγήκε στους δρόμους. Ο βασιλιάς όταν αντίκρισε το μαινόμενο πλήθος έξω από το μέγαρο που έμενε κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι του. Τότε ο γάτος κορδώθηκε και πλησίασε το αφεντικό του. Μη φοβάσαι βασιλιά μου, του είπε, εγώ θα σε σώσω.
Αμέσως φόρεσε τα φανταχτερά ρούχα του στρατηγού φόρεσε ένα μεγάλο καπέλο γεμάτο φτερά και ένα ζευγάρι μπότες και έτρεξε αμέσως στο γειτονικό βασίλειο του ισχυρού Μερκελάνου. Εκεί αφού εξιστόρησε πως ο βασιλιάς του βρισκόταν σε άσχημη θέση, ζήτησε βοήθεια. Ο Μερκελάνος δεν αρνήθηκε να βοηθήσει, αλλά ζήτησε ανταλλάγματα, τα οποία ο Παπουτσωμένος Γάτος έκανε αμέσως δεκτά. Με τη βοήθεια του Μερκελάνου, ο λαός του στο βασίλειο του Παπουτσωμένου Γάτου ηρέμησε για λίγο.
Ο βασιλιάς ευχαριστημένος έχρισε τον Παπουτσωμένο Γάτο Μέγα Προστάτη του Βασιλείου και των Πολιτών.
Όμως μετά από λίγο ο Μερκελάνος άρχισε να ζητά τα ανταλλάγματα και  πονηρός  ο Παπουτσωμένος Γάτος φόρτωσε στο λαό να πληρώσει αυτός όλα τα ανταλλάγματα. .
Όταν το κατάλαβε ο λαός στράφηκε εναντίον του βασιλιά και του Παπουτσωμένου Γάτου. Τότε αυτός  χρησιμοποίησε τον στρατό του Βασιλιά για να επιβάλει την τάξη. Για άλλη μια φόρα τα κατάφερε, αλλά ο λαός αντί να φοβηθεί εξαγριώθηκε περισσότερο και αυτή τη φορά κινήθηκε εναντίον του Παπουτσωμένου Γάτου.
Τότε ο Παπουτσωμένος Γάτος έτρεξε στον Μερκελάνο και του ζήτησε βοήθεια, γιατί δήθεν κάτι συμμορίτες που λυμαίνονταν τη χώρα του απειλούσαν τη ζωή του και τη ζωή της γυναίκας του και της κόρης του.
Ο Μερκελάνος που ήθελε να τον ξεφορτωθεί του έδωσε για βοήθεια έναν παντοδύναμο μάγο να τον βοηθήσει με τα μαγικά του. Το μόνο κακό ήταν ότι ο μάγος έπινε πολύ και μεθούσε και τότε τα έκανε μπάχαλο με τα μαγικά του…
Ο Παπουτσωμένος Γάτος σίγουρος πλέον για την ασφάλεια του γύρισε στο βασίλειο και έστησε μαζί με τον βασιλιά και τον μάγο ένα τρικούβερτο γλέντι που κράτησε όλη τη νύχτα.
Ο λαός όμως βλέποντας τους άρχοντες του να μην λογαριάζουν την οργή του, αποφάσισε να βάλει ένα τέλος.


Μόλις στο παλάτι του βασιλιά όλοι κοιμήθηκαν αποκαμωμένοι από το γλέντι το φαί και το πιοτό, τότε πήραν ότι βρήκαν μπροστά τους ξύλα, πυρσούς, πιρούνες, και ότι άλλο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως όπλο και πήραν το δρόμο για το κάστρο του βασιλιά.  


Οι φωνές ξύπνησαν τον Παπουτσωμένο Γάτο που όταν βγήκε στο μπαλκόνι και είδε τον πλήθος να έρχεται με φωτιές για να τους κάψει φώναξε τον μάγο που τρεκλίζοντας από το μεθύσι πλησίασε τον Παπουτσωμένο Γάτο. Τότε αυτός του είπε, θέλω να τους κάνεις τόσο άκακους που να φοβούνται τα ποντίκια… Και ο μάγος μέσα στο μεθύσι του μετέτρεψε το πλήθος των ανθρώπων σε φοβισμένους ελέφαντες που έτρεχαν να σωθούν από τα ποντίκια που δήθεν τους κυνηγούσαν. Μέσα όμως στο φόβο τους έτρεχαν μανιασμένα παρασύροντας τα πάντα και μαζί τους παρέσυραν τον μάγο, τον βασιλιά, τον Παπουτσωμένο Γάτο και ότι κακό τυραννούσε τη χώρα τους, και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Κάπως έτσι τελείωσα το παραμύθι, αλλά όταν κοίταξα τα μικρά ανίψια μου είχαν ήδη αποκοιμηθεί. Δεν πειράζει έτσι κι αλλιώς μικρά είναι να ακούν για επαναστάσεις. Αρκεί όταν ξυπνήσουν  να μην είναι αργά… για τη ζωή τους στο δικό τους βασίλειο! (ΝΙΑΟΥ) 

O Tσακ Νόρις και οι κρυφοί ΕΘΕΛοντές...



ΑΑΑΑ! Καλοκαιράκι, τι ωραία που είναι! (ΝΙΑΑΑΑΡ_) το καλύτερό μου είναι το απογευματάκι που έχει πέσει η πολύ ζέστη και γεμίζει ο δρόμος και οι πλατείες παιδιά που παίζουν και φωνάζουν ανέμελα. Μου θυμίζουν την εποχή που ήμουν και γω γατάκι μικρό και τριβόμουν στα πόδια της μαμάς μου και έπαιζα κυνηγώντας την ουρά του αδελφούλη μου του γκριζούλη. Που να ΄ναι τώρα. (ΝΙΑΟΥ_)
Ακόμη καλύτερα πέρασα χθες το βραδάκι που σκαρφάλωσα στη μάντρα του ΣΙΝΕ –Παράδεισος στη γειτονιά και είδα σινεμαδάκι. Ήμουν και τυχερός καθώς με είδε η κυρά -  Ελσα στον δεύτερο πάνω στη μάντρα και μου έριξε μια φρεσκοτηγανισμένη γοπίτσα, που την έφαγα σιγά – σιγά όσο έβλεπα το έργο και την έκανα ταράτσα…
Και το έργο σούπερ. Τσακ Νόρις, ναι το καινούργιο του…
Ο Τσακ υποδυόταν τον στρατηγό Παπουτσίκ σε μια τριτοκοσμική χώρα που βρισκόταν ο λαός της σε εξέγερση.
Αυτή τη χώρα, μωρέ πως την έλεγαν, αχ ναι Ελλαδιστάν, την κυβερνούσαν επί αιώνες δύο οικογένειες. Είχαν φάει τον αγλέορα. Ετρωγαν από όπου έβρισκαν. Ολους τους είχαν δαγκώσει. Εχθρούς και φίλους (ΝΙΑΟΥ_). Τα χρόνια πέρασαν όμως κάποιοι στιγμή τους πήραν είδηση και άρχισαν να ζητούν όλοι πίσω τα φαγωμένα. Οι κυβερνώντες δεν ήξεραν τι να κάνουν για να τη γλιτώσουν και άρχισαν να παίρνουν με το έτσι θέλω τις περιουσίες του λαού και φυσικά αυτός ξεσηκώθηκε και μια μέρα ένα εξαγριωμένο πλήθος μαζεύτηκε έξω από το παλάτι τους και απειλούσε να τους κάψει…
Τότε οι έχοντες την εξουσία (πως τα λέω ΝΙΑΟΥ_), φώναξαν τον Παπουτσίκ, ναι μώρε τον Τσακ Νόρις εννοώ, να επιβάλει την τάξη. Επειδή όμως την όλη κατάσταση την παρακολουθούσαν και τα γειτονικά κράτη που και σε αυτά χρωστούσαν οι κυβερνώντες και τους ζητούσαν επειγόντως να τους δοθούν πίσω τα οφειλούμενα, έδωσαν εντολή στον Παπουτσίκ να κάνει ότι μπορεί για να διαλυθεί το πλήθος και να δείξουν στους συμμάχους - πιστωτές τους ότι και τον έλεγχο έχουν και ότι δεν κινδυνεύουν να χάσουν τα λεφτά τους. Παράλληλα με αυτά όλα έπρεπε να γίνουν χωρίς να φανεί ότι χρησιμοποιούν αλόγιστα τη βία για να επιβάλουν την τάξη…
Ο Τσακ Νόρις όπως αυτός μόνο ξέρει κάλεσε αμέσως τους επίλεκτους συντρόφους του, γνωστούς ως και ΕΘΕΛοντές της Χρυσαυγής!
Αυτοί παρεισέφρησαν κρυφά στο εξαγριωμένο πλήθος και κάνοντας το μπάχαλο έδωσαν το δικαίωμα στον στρατό του Παπουτσίκ  να επέμβει και να διαλύσει το οργισμένο πλήθος χρησιμοποιώντας δικαιολογημένα πλέον ωμή βία…
Όμως κάποιοι, αλήτες, εχθροί του έθνους, τράβηξαν τα πάντα σε βίντεο και το έστειλαν στο δικαστήριο των ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπου αυτό μετά από κάποιο διάστημα κάλεσε τον Παπουτσίκ να απολογηθεί για την ωμή βία που χρησιμοποίησε κατά ενός άμαχου και άοπλου πλήθους.
Εκεί έπρεπε να δείτε τον μεγάλο Τσακ Νόρις, που εκτός από γυριστές κλωτσιές ξέρει και από λόγια του κώλου. Εκανε μια απίστευτη στρατηγική ανάλυση της επιθέσεως που δέχθηκαν οι δυνάμεις του, οι οποίες είχαν πάει να απεγκλωβίσουν κάτι κακόμοιρους οδηγούς λεωφορείων που είχαν εγκλωβίσει οι αγανακτισμένοι πολίτες μέσα στα οχήματά τους και τα κουνούσαν πέρα δώθε, προκαλώντας ναυτία στους δύσμοιρους οδηγούς.
Εκεί λοιπόν εξήγησε πως οι δυνάμεις του εχθρού πέταξαν καπνογόνα στους δικούς του και τους επιτέθηκαν από όλες τις μπάντες. Ετσι μην έχοντας τρόπο και δρόμο διαφυγής οι δυνάμεις του Παπουτσίκ άνοιξαν πυρ και όποιον πάρει ο χάρος…
Περιττό να σας πω ότι όλο το δικαστήριο, μαζί και οι θεατές του σινεμά, η κυρά Ελσα από τον δεύτερο όροφο σηκώθηκαν όρθιοι και χειροκρότησαν αυτόν τον μεγάλο ηθοποιό.
Ο μόνος που δεν πρόλαβε να συγκινηθεί από την ηθοποιία του Τσακ Νόρις, ήμουν εγώ καθώς κάποιο κ…παιδο από την διπλανή πολυκατοικία μου πέταξε ένα μπουγέλο με νερό και όπως ήταν φυσικό… έγινα Λούης!!!

Οι «τουρίστες» φωτογράφησαν τον θαλαμοφύλακα


 

Σιγά μην έλειπε ο γάτος από την διαδήλωση. Σιγά μην αφήσω τον λουκάνικο να γίνει πρώτη φίρμα. Από τα ξημερώματα σουλάτσαρα στο Σύνταγμα. Πριν σκάσει μύτη καν ο ήλιος. Πρώτος είδα και τον σιδεροφράχτη μπροστά από την είσοδο της Βουλής. Βοήθησα κιόλας. Εδινα ρυθμό στους εργάτες πώς να τον κατεβάσουν, πώς να τον τοποθετήσουν να μην αφήσουν κενά (ΝΙΑΟΥ_). Κάποια στιγμή κουράστηκα και επειδή ήξερα ότι με περίμενε βαρύ πρόγραμμα πήγα και ξάπλωσα σε ένα παγκάκι στο πάρκο.

Πάνω που είχα χαλαρώσει λίγο, ξαφνικά άρχισε να κουνιέται ο θάμνος πίσω από το παγκάκι. Πήρα μια τρομάρα που πετάχτηκα στο διπλανό δέντρο. Έκατσα εκεί ακίνητος να δω τι συμβαίνει. Ξαφνικά πετάχτηκε πίσω από τον θάμνο ένας μπατσούλης. «Μπα παναθεμά τον τι έκανε από κει πίσω και μου χάλασε το χαλάρωμα.

Για την ανάγκη του θα είχε πάει. Μπα κάτι άλλο κρατάει ένα μαδέρι τι να το κάνει». Ξέρετε αυτό που λένε η περιέργεια σκότωσε τη γάτα. Εμένα όχι ακόμη πάντως για αυτό κατέβηκα αθόρυβα από το δέντρο και σιγά – σιγά πήγα πίσω από το θάμνο. Και τι είδα. Καμιά 50 μαδέρια στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Τότε άκουσα τον μπατσούλη να μιλάει στον ασύρματο. Προϊστάμενε, τα όπλα τοποθετηθήκαν στον οπλοβαστό.  Οβερ». «Καλώς όργανο, ασφάλισε τα και επέστρεψε στη βάση. Το πρωί θα τα μοιράσει στους νέους ο θαλαμοφύλακας», ακούστηκε από τον ασύρματο. Ο μπατσούλης έριξε μια τελευταία ματιά πίσω από τον θάμνο και απομακρύνθηκε με βήμα ταχύ. Πραγματικά απόρησα για τα μαδέρια, τα όπλα, τον οπλοβαστό. Τέλος πάντων από όλα αυτά μου φύγε και η κούραση και είπα να κάνω μια βόλτα στην πλατεία να δω τι γίνεται. Ήδη ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται από τις 7 το πρωί. Και όσο περνούσε η ώρα και μαζευόταν ο κόσμος, τόσο πλήθαιναν και οι αστυνομικοί. Οι πρώτοι συγκεντρωμένοι παρατηρούσαν τον σιδερένιο φράχτη και αμέσως ένας μορφασμός αποδοκιμασίας σχηματιζόταν στο πρόσωπό τους. Κατέβηκα μια βόλτα στην Ομόνοια και μία στο Πεδίο του Αρεως για να δω εκεί πως πάνε οι προσυγκεντρώσεις. Και εκεί σιγά - σιγά ο κόσμος μαζευόταν. Ολοι μιλούσαν οργισμένα και είχαν μια εντελώς άλλη διάθεση από αυτή των αγανακτισμένων στο Σύνταγμα. Εκατσα εκεί μέχρι που ξεκίνησαν την πορεία τους. Αμέσως έφυγα τρέχοντας για να δω τι γίνεται στο Σύνταγμα. Πριν όμως φτάσω, εκεί στο ύψος της Βουκουρεστίου, σε μια γωνιά πήρε το γατίσιο μάτι μου (ΝΙΑΟΥ_) τον μπατσούλη του πάρκου να μιλάει με ένα  χρυσάστερο αξιωματικό. Έτσι πρωί που ήταν διέκρινα κάτι που το βράδυ δεν είχα δει. Ο μπατσούλης ήταν και αυτός αξιωματικός,  πιο χαμηλόβαθμος αλλά αξιωματικός. Αμέσως έτρεξα δίπλα του. Τότε άκουσα τον χρυσούλη να λέει στον μπατσούλη. «Όπως είπαμε θα πάρεις αυτούς εδώ και χωρίς να σας δουν θα μεταβείτε στο σημείο Χ. Εκεί θα σας περιμένει ο θαλαμοφύλακας για να μοιράσει τα όπλα από τον οπλοβαστό. Πρόσεχε εσύ θα είσαι παραπέρα μαζί με τη διμοιρία να προσέχεις τα γίνεται στο πάρκο. Αν και αυτό έχει αποκοπεί από τους δικούς μου. Εντάξει;». «Μάλιστα κύριε» απάντησε ο μπατσούλης και έφυγε με καμιά 20 αριά άνδρες που φορούσαν πολιτικά. Επιβιβάστηκαν σε μια κλούβα της Αστυνομίας και ξεκίνησαν. Τότε άρχισαν αν τους ακολουθώ τρέχοντας. Εντάξει μου βγήκε λίγο η γλώσσα, αλλά δεν τους έχασα από τα μάτια μου. Άλλωστε οι δρόμοι ήταν άδειοι. Σταμάτησαν κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο και ένας ξεχωριστά έβγαιναν προσεκτικά από την κλούβα και κατευθύνονταν γρήγορα μέσα στο πάρκο. Πήρα και γω έναν από πίσω να δω που θα πάνε. Είχα αρχίσει να υποψιάζομαι που πήγαιναν, τι γάτα είμαι άλλωστε (ΝΙΑΟΥ_), αλλά ήθελα ν α το δω με τα μάτια μου. Τελικά αυτός που ακολούθησα έφτασε στο παγκάκι μου, που από πίσω ήταν ο θάμνος που πίσω από αυτόν ήταν τα μαδέρια. Εκεί τον περίμενε ένας μαυριδερός τύπος, αλλοδαπός θα έλεγα ότι ήταν, αλλά τα ελληνικά τα μιλούσε άπταιστα. Του δωσε ένα μαδέρι και ένα σαν ρούχο να ήταν και αυτός απομακρύνθηκε τρέχοντας. Μέχρι να φύγει αυτός, δεν ήρθε άλλος. Όπως έστριψα να δω που ήταν οι άλλοι είδα τον μπατσούλη λίγο πιο πάνω να ηγείται μιας διμοιρίας ΜΑΤ που στέκονταν αμέριμνοι και χαλαροί. Από την άλλη πλευρά ξαφνικά διέκρινα μια λάμψη και μια δεύτερη και μία τρίτη. Ηταν δύο νεαροί που με φωτογραφικές μηχανές φωτογράφιζαν μια αυτόν που μοίραζε τα μαδέρια, μία τον μπατσούλη μια τη διμοιρία. Μάλιστα τον πήρε είδηση και ένας ματατζής, που φώναξε. « Ρε σεις οι τουρίστες μας τραβάνε φωτογραφία. Χαμογελάστε» και άρχισε να γελάει. Αμέσως τότε ο μπατσούλης που μιλούσε στο κινητό του, σταμάτησε και με αυστηρό ύφος είπε: « Τη δουλειά  τους αυτοί, τη δική μας εμείς και κομμένα τα γέλια, άντε μην πέσουν τίποτα καμπάνες». Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο θαλαμοφύλακας έδωσε και το τελευταίο μαδέρι και εξαφανίστηκε προς άλλη κατεύθυνση αφού πρώτα χαιρέτησε τον μπατσούλη, που και αυτός με τη σειρά του διέταξε ανασύνταξη στη διμοιρία. Εγώ αμέσως πήρα από πίσω τον τελευταίο που είχε πάρει το μαδέρι, να δω που θα πάει. Τρέχοντας αυτός μέσα από το πάρκο βγήκε πίσω από τη Βουλή και κόβοντας από τα στενά βγήκε στο κάτω μέρος της πλατείας Συντάγματος. Λίγο πριν πήρε αυτό το ρούχο που του είχε δώσει ο θαλαμοφύλακας και το φόρεσε. Ήταν μία κουκούλα. Κάποια στιγμή σταμάτησε να τρέχει και πλησίασε κάτι άλλους τύπους που φορούσαν κουκούλες και κράνη και καρτούσαν ρόπαλα και μαδέρια. Ήταν καμιά κατοσταριά. Μόλις έφτασε κι αυτός ξεκίνησαν όλοι μαζί να ανεβαίνουν προς τη Βουλή και να φωνάζουν διάφορα συνθήματα. Διέκρινα ένα που φώναζαν, που συνήθως φωνάζουν οι αντεξουσιαστές. Αυτό που λέει «κλούβες, κλουβιά και κλούβια ιδανικά». Και το κλασσικό «μπάτσοι γουρούνια, δολοφόνοι» κάπου με μπέρδεψαν και πιο πολύ μπέρδεψαν και έναν ρεπόρτερ ενός καναλιού που με το μικρόφωνο στο χέρι  μιλούσε στην κάμερα. «Πλησιάζει τη Βουλή και ένα μπλοκ αντεξουσιαστών». Ποιοι αντεξουσιαστές ρε του λέω (ΝΙΑΟΥ_) μασκαράδες αντεξουσιάστες είναι (ΝΙΑΟΥ_), αλλά αυτός το χαβά του συνέχισε να μεταδίδει. Μέχρι να φτάσουν στη Βουλή οι 100 δήθεν αντεξουσιαστές, είχαν διπλασιαστεί καθώς από κάθε γωνιά έβγαιναν και καμιά 10αρια φορώντας κράνη και με τσάντες στους ώμους… Για να μην πολυλογώ μόλις έφτασαν στη Βουλή άρχισαν να χειρονομούν προς τους αστυνομικούς, οι οποίοι κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος τους. Οι αντεξουσιαστές υποχώρησαν και οι τύποι με τις τσάντες άρχισαν να πετούν πρώτα πέτρες και μετά μολότοφ και οι αστυνομικοί  απάντησαν με δακρυγόνα. Όλα αυτά μπροστά στα έκπληκτα μάτια των αγανακτισμένων που άρχισαν αν υποχωρούν καθώς δέχονταν και αυτοί δακρυγόνα αν και δεν έκαναν τίποτα.
Και ο δημοσιογράφος το χαβά του. «Κρίμα οι αντεξουσιαστές τα έκαναν πάλι μπάχαλο, χάος επικρατεί…», μετέδιδε το πολεμικό ανακοινωθέν. Ώσπου έγινε κάτι που δεν το περίμεναν ούτε οι αστυνομικοί, ούτε οι «αντεξουσιαστές». Οι αγανακτισμένοι κινήθηκαν απειλητικά και άρχισαν να απωθούν τους δήθεν αντεξουσιαστές μέχρι που τους έδιωξαν από την πλατεία μετά από αρκετή ώρα. Τα μάτια μου έτσουζαν από τα δακρυγόνα και έφυγα αμέσως μακριά για να ηρεμήσω. Θολωμένος όπως ήμουν βρέθηκα κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο εκεί που ήταν σταματημένη η κλούβα που είχε μεταφέρει τον μπατσούλη και τους ψευτοαντεξουσιαστές. Ωπ, να σου και ο μπατσούλης, αλλά και ο χρυσάστερος. Ο χρυσάστερος μιλούσε σε αυστηρό ύφος του μπατσούλη. «Καλά ρε πάτε καλά. Μια διμοιρία ολόκληρη δεν είδατε που σας τράβαγαν φωτογραφίες. Μέχρι και βίντεο έβγαλαν στο internet τον θαλαμοφύλακα να μοιράζει τα όπλα». «Μα κύριε», απάντησε ο μπατσούλης «τους περάσαμε για  τουρίστες». Η απάντηση του μπατσούλη εξόργισε τον χρυσάστερο  που άρχισε να φωνάζει «ποιοι τουρίστες ρε ηλίθιε, δεν είπαμε ότι οι δικοί μου είχαν αποκόψει το πάρκο. Πώς να βρεθούν εκεί οι τουρίστες ε; πες μου ρε;». Ο μπατσούλης είχε κοκκινίσει, αλλά απάντησε στο ανώτερό του. «Ωραία φύλαγαν κύριε και αυτοί πως μπήκαν μέσα. Και καλά αυτοί, η ανακοίνωση που έβγαλε η υπηρεσία ότι και καλά συλλάβαμε έναν πακιστανό που κουβαλούσε μαδέρια, δεν είναι γελοία αφού νωρίτερα είχε ανακοινωθεί ότι το πάρκο φυλάσσονταν από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις. Τότε πώς στο καλό βρέθηκε ανενόχλητος και με καρότσι από σούπερ μάρκετ μα μεταφέρει μαδέρια ο Πακιστανός. Γίνεται, δεν γίνεται». Ο χρυσάστερος άφρισε και σπρώχνοντας τον μπατσούλη μέσα στην κλούβα φώναζε. «Τολμάς ρε να αμφισβητείς την υπηρεσία και τους ανωτέρους σου ρε. Δεν σε βλέπω να φτάνεις ούτε τον βαθμό του Αστυνόμου ρε, σε κάνα Σουφλί σε κόβω ρεεεεε» και έκλεισε με μανία την πόρτα της κλούβας που έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση, αφήνοντας αναπάντητα ερωτήματα για τον όλο αστυνομικό σχεδιασμό (ΝΙΑΟΥ_)