23.7.11

Είσαι κοντή και χοντρή


Οι φωνές από το διαμέρισμα του κυρ Θόδωρου που μένουν στην οδό Ελευσίνος με έκαναν να ακροβατήσω μέσα στο σκοτάδι, 9.30 το βράδυ γαρ, μέχρι να φτάσω στο μπαλκόνι τους στο 4ο όροφο. Η γυναίκα του η κυρά Πόπη ποτέ δε με ξεχνά και ότι ψαροκέφαλο ή κόκκαλο, ξεφύγει από τη μασέλα του άντρα της, φτάνει στην αφεντιά μου (ΝΙΑΟΥ). Συνεπώς από έννομο συμφέρον βρέθηκα να κοιτάζω έξω από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, έτοιμος να επέμβω εάν η περίσταση το επέβαλε. Μέσα στο διαμέρισμα ο κυρ Θόδωρος όρθιος τα ‘χωνε στη γυναίκα του η οποία απαντούσε και αυτή σε έντονο ύφος κουνώντας μια ξύλινη κουτάλα.
Δίπλα από την κυρά Πόπη υπήρχαν τα συντρίμμια μια καρέκλας και πιο δίπλα διασκορπισμένα γυαλιά.
-«Δεν φτάνει που είσαι κοντή είσαι και χοντρή. Δεν έφτανες να βάλεις τα ποτήρια στο σύνθετο πήρες και αυτή την λεπτή καρέκλα για να ανέβεις. Πώς να σ’ αντέξει κακομοίρα!»
-«Ναι βγάλε το σκούφο σου και χτύπα με, ρε Θόδωρε. Γιατί δεν ανέβαινες εσύ. Αλλά που να ανέβεις έτσι που έχεις γίνει. Που να σηκώσεις το πόδι σου, μπορείς»
-«Εγώ γυναίκα δεν είμαι χοντρός, είμαι βαρυκόκαλος από γεννησιμιού μου. Ο γιατρός που με ξεγέννησε έχυσε 5 κιλά ιδρώτα για να με βγάλει από την κοιλιά της μάνας μου. Τα χουμε πει»
-«Ναι, ναι και γω μπορεί να είμαι χοντρή αλλά έχω λεπτά αισθήματα. Εγώ ακούω τζαζ και κλασική μουσική»
-«Γιατί εγώ τι ακούω. Τα ίδια δεν ακούω, κυρά μου».
-«Ναι αντρούλη μου, όταν ο ήχος από τα ρεψίματα, δεν καλύπτουν τις νότες».
-«Καλά όλα αυτά λες και με κοροϊδεύουν στο δρόμο».
-«Καλέ μου ο κόσμος δεν σε κοροϊδεύει για αυτά που λέω εγώ, αλλά γιατί σε κάθε σου βήμα φεύγει και μια πορδή. Δεν βλέπεις που όλοι κουνούν τα κεφάλια τους και κρατούν τη μύτη τους».
-«Εντάξει, εντάξει μας έπεισες βάλε να φάμε τώρα».
-«Τι να φάμε ρε συ. Δεν το ‘φαγες όλο το αρνάκι το μεσημέρι».
-«Όχι το έφαγα. Ολοι μαζί το φάγαμε γυναίκα».
-«Ποιοι όλοι, ρε προκομένε. Εγώ έφαγα δυό πατατούλες και σαλάτα. Ο Γιωργάκης έφαγε χόρτα αφού του μυρίζει το αρνάκι, και η Τόνια έφαγε αυτό το οικολογικό γιαούρτι, γιατί κάνει δίαιτα για το καλοκαίρι. Μόνος σου το φαγες. Μόνος σου!»
-«Δηλαδή και τώρα δεν έχει να φάμε τίποτα για βράδυ;»
-«Εχει κάτι μπαρμπούνια από προχθές, τα χω για το γάτο».
-«Ποιο γάτο ρε συ αυτό το μαύρο, τον αναρχικό, που όποτε με βλέπει του σηκώνεται η τρίχα;»
-«Πώς να μην του σηκώνεται ρε Θόδωρε αφού όποτε βγαίνεις στο μπαλκόνι τον πατάς»
-«Εγώ ή αυτός μπλέκεται στα πόδια μου. Όπως κάνεις ο Τσίπρας στον Πάγκαλο»
-«Για αυτό καλέ του φωνάζεις Ψι,ψι,ψι Αλέξη έλα, έχω ψαροκόκαλο και μόλις έρθει τον αρχίζεις στις κλωτσιές»
-«Ναι για αυτό. Φέρε τα μπαρμπούνια τώρα να φάμε γυναίκα και άσε με και συ με τη γατούλα και τη ροζ μυτούλα»
Κάπως έτσι τελείωσε ο τσακωμός ανάμεσα στον κυρ Θόδωρο και την κυρά Πόπη, και κάπως έτσι αποτέλειωσε ο κύρης του σπιτιού τα ωραία μπαρμπουνάκια μου. Αυτός έτρωγε, η γυναίκα του μάζευε τα σπασμένα γυαλιά και εγώ βουρ για το σκουπιδοτενεκέ να βρω κανά μισοφαγωμένο κομμάτι πίτσα, μην πέσω νηστικός για ύπνο και γουργουρίζει η κοιλίτσα μου!

Δεν υπάρχουν σχόλια: